- ευσεβεως
- εὐσεβέωςион. = εὐσεβῶς См. ευσεβως
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εὐσεβέως — εὐσεβής pious adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσεβής — ές (ΑΜ εὐσεβής, ές, Μ και εὐσεβός, όν) 1. αυτός που σέβεται τον θεό και τηρεί τις εντολές του, θρήσκος 2. εκείνος που τόν διακρίνει ευσέβεια (α. «ευσεβείς σκέψεις» β. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ») 3. αυτός που νιώθει βαθύ σεβασμό προς τους γονείς, δασκάλους κ … Dictionary of Greek
ԲԱՐԵՊԱՇՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 454 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c մ. εὑσεβῶς, εὑσεβέως pie, reliogiose Իբրեւ բարեպաշտ. աստուածապաշտ կարգօք. բարեպաշտութեամբ, երկիւղածութեամբ, ողջմտութեամբ. *Բարեպաշտաբար ասել, քննել, լսել. Կիւրղ. գանձ.: եւ Յհ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)